αλλαγμός
Смотреть что такое "αλλαγμός" в других словарях:
αλλαγμός — ἀλλαγμός, ο (Α) [ἀλλάσσω] άλλαγμα, μεταβολή … Dictionary of Greek
ἀλλαγμοῖσι — ἀλλαγμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγμοῖσιν — ἀλλαγμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)