αλλαγμός

αλλαγμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλλαγμός" в других словарях:

  • αλλαγμός — ἀλλαγμός, ο (Α) [ἀλλάσσω] άλλαγμα, μεταβολή …   Dictionary of Greek

  • ἀλλαγμοῖσι — ἀλλαγμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγμοῖσιν — ἀλλαγμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»